Ο π. Βασίλειος ήταν καρπός της ευλαβέστατης οικογένειας του Αγρινίου, του Κωνσταντίνου και της Αγγελικής Παπαγιάννη. Γεννήθηκε το 1910 και έλαβε μαζί με τη μία αδελφή και τους άλλους πέντε αδελφούς του χριστιανική αγωγή, η οποία σφράγισε όλη τη ζωή του. “Θυμάμαι”, έλεγε, “τότε που είχαν φύγει δύο αδέλφια μου (ο Γιάννης και ο Χριστόφορος) για την Μικρασία, ο πατέρας μου καλούσε στο σπίτι τον ιερέα και κάναμε Παράκληση στην Παναγία όλοι μαζί. Αυτό γινόταν σχεδόν κάθε μέρα. Μάλιστα ο πατέρας μου έλεγε στον ιερέα: ‘Πάτερ, θα φτιάξω ένα σκαμνάκι για ν’ ανεβαίνουν τα παιδιά να βλέπουν τις ευχές που διαβάζεις από το βιβλίο και να μαθαίνουν’. Ήμασταν βέβαια πολλά παιδιά και ένας-ένας θα ανεβαίναμε. Ήταν όμως δείγμα της ευσέβειας του πατέρα μας, που ήθελε να μας μεταδώσει αυτή την πίστη και την ευσέβεια. Και το θαυμαστό είναι ότι και οι δύο αδελφοί μας γύρισαν από τον πόλεμο σώοι! Και όλοι μαζί δοξάσαμε τον Θεό!”
Αποτέλεσμα της χριστιανικής αγωγής που έδωσαν οι γονείς του στα παιδιά τους ήταν ότι ο μεν Γιάννης, ο μεγαλύτερος μετά την αδελφή του Γεωργίτσα, υπηρέτησε την δικαιοσύνη ευόρκως ως δικαστής, τρεις δε αδελφοί, οι π. Χριστόδουλος (κατά κόσμο Χρίστος), π. Πάμφιλος (κατά κόσμο Παναγιώτης) και π. Βασίλειος διακόνησαν την Εκκλησία ως αρχιμανδρίτες, ο δε τέταρτος, π. Συμεών, ως μοναχός της Ιεράς Μονής Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Ο π. Βασίλειος είχε την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να γνωρίσει τον π. Ευσέβιο, το ιδρυτή της Αδελφότητας της “Ζωής” στα 18 του χρόνια, δηλαδή ένα χρόνο πριν από την κοίμηση του π. Ευσεβίου, να τον διακονήσει για λίγο, να δεχθεί την ευχή του και ν’ ακούσει από το στόμα του: “Σεις θα δείτε στα επόμενα χρόνια μεγάλη ευλογία”. Στη “Ζωή” εισήλθε το 1928. Εκάρη μοναχός την 19η Ιουλίου του 1939 και την επομένη χειροτονήθηκε διάκονος από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών κυρό Χρύσανθο, την δε 8η Νοεμβρίου 1945 χειροτονήθηκε ιερεύς. Το 1960 υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αδελφότητας “Ο Σωτήρ”. Ο π. Βασίλειος ανέπτυξε πλούσια και θαυμαστή ιεραποστολική δράση ιδιαίτερα με τη διάδοση χριστιανικών περιοδικών και βιβλίων, αλλά και με τη διδασκαλία στα Κατηχητικά Σχολεία, το κήρυγμα, την εξομολόγηση, τις θείες Λειτουργίες στην πόλη των Αθηνών και στην επαρχία. Όργωσε κυριολεκτικά τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα) και στη συνέχεια εργάσθηκε στα Τρίκαλα και στο Βόλο. Στη Θεσσαλονίκη διακόνησε επί 16 έτη (1961-1977) ως λειτουργός, εξομολόγος, ιεροκήρυκας, προσφέροντας ουσιαστική βοήθεια στις χριστιανικές κατασκηνώσεις νέων και νεανίδων της πόλεως και των περιχώρων. Στον Βόλο διακόνησε επί 21 έτη (1977-1998). Τελικά, μέχρι το θάνατό του το 2010, συμπλήρωσε 82 ολόκληρα χρόνια αφιερωμένης και θυσιαστικής διακονίας στον Αμπελώνα του Κυρίου διά της Αδελφότητας.
Από όπου πέρασε, άφησε μνήμη οσίου ανδρός. Κύριο μέλημά του ήταν η Αγία Γραφή, στην οποία εμβάθυνε συστηματικά με τη βοήθεια των αντίστοιχων ερμηνευτικών υπομνημάτων. Παρ’ όλο που προερχόταν από πλούσια οικογένεια, η λιτότητα και η πτωχεία του ήταν υποδειγματικές. Η προσοχή του μήπως σκανδαλίσει κάποια ψυχή ήταν θαυμαστή. Η ταπείνωσή του ήταν παραδειγματική. Ποτέ δεν περιαυτολόγησε. Στον τυχόν έπαινο απαντούσε: “Κύριε, ελέησον…”. Λόγια περιττά δεν ακούγονταν ποτέ από το στόμα του. Τηρούσε το “χρειωδώς λάλει”. Το γέλιο του ήταν “άχρι μειδιάματος”.
Στο Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως διακόνησε με αίσθημα ευθύνης, τιμής και πολλής αγάπης και στοργής στο ανθρώπινο πρόσωπο. Άκουγε με πολλή προσοχή τον εξομολογούμενο και έδινε σοφές συμβουλές και απαντήσεις, που γέμιζαν την ψυχή με σιγουριά. Έτσι δημιούργησε μια μυστική και θερμή αγάπη στο φιλάνθρωπο Θεό και έναν ιερό σύνδεσμο με το πρόσωπο του πνευματικού. Είχε την κατά Θεόν σοφία και όχι την κοσμική, γι’ αυτό και τις συμβουλές του τις θυμούνται ακόμη και σήμερα όσοι είχαν την ευλογία να περάσουν κάτω από το πετραχήλι του. Πενθούσε για τις αμαρτίες των ανθρώπων, ομολογώντας: “Κλαίει η ψυχή μου για την αμαρτία που υπάρχει στον κόσμο”. Έτρεφε σεβασμό όχι μόνο προς τους μεγαλυτέρους, αλλά και προς τους μικροτέρους -κληρικούς και λαϊκούς- και έδειχνε προς όλους ανυπόκριτη υπακοή. “Ό,τι πείτε”, έλεγε, μιλώντας πάντα στον πληθυντικό. Τόνιζε ταπεινά: “Η υπακοή ζωογονεί, η ανυπακοή θανατώνει”. “Παρακαλώ”, έλεγε σε νεότερο κληρικό, “να με βοηθήσετε να εννοήσω ότι οφείλω υπακοή μέχρι τέλους”. “Παρακαλώ τον Θεό να με αξιώσει να πεθάνω εν υπακοή στην Αδελφότητα”.
Είχε μόνιμη αίσθηση της απανταχού παρουσίας του Θεού. “Οὐκ εἰμί μόνος, ὅτι Σύ μετ’ ἐμοῦ εἶ”, έλεγε συχνά. “Απόψε”, εκμυστηρεύθηκε σε αδελφό λάμποντας ολόκληρος, “ήμουν μαζί με τους αγγέλους· απόψε είχα θεία επίσκεψη”.
“Την δόξα του Θεού να ποθήσουμε”, συμβούλευε τους πάντες. Η μόνιμη ευγένειά του ήταν παραδειγματική· “σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ εκ βαθέων”, επαναλάμβανε. Ζητούσε ευχές από όλους, κληρικούς και λαϊκούς. “Την ευχήν σας”, έλεγε σε παρακαθήμενο στην τράπεζα λαϊκό μετά το γεύμα και το δείπνο. “Αιτούμαι τας προσευχάς σας, ασπάζομαι την τιμίαν δεξιάν σας”, έλεγε σε κληρικούς που τον επισκέπτονταν. Έδινε όμως και ολοκάρδιες ευχές: “Έχετε την ευχή του Θεού, διότι υπηρετείτε ασθενείς”, ευχόταν σε όσους τον υπηρετούσαν. “Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μεθ’ υμών, να ευλογεί πάσαν δραστηριότητά σας πάσας τας ημέρας της ζωής σας μέχρι τελευταίας αναπνοής σας”. “Ο Θεός να σας ευλογήσει να έχετε ένδοξα γηρατειά”. Στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαο, που ζήτησε την ευχή του, είπε: “Εύχομαι να έχετε παρρησία κατά την Δευτέρα Παρουσία”.
Ήταν αμίμητος τόσο στην προετοιμασία του για τη Θεία Λειτουργία, όσο και κατά την ώρα που ιερουργούσε. Σιωπηλός στο ιερό Βήμα, συγκεντρωμένος, προσέφερε με κατάνυξη, λάμποντας ολόκληρος, την αναίμακτη λατρεία. Κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων με βαθύτατη ευλάβεια και ιερότατο πόθο. Και επειδή η ψυχή του ήταν ένα κρύσταλλο, το πρόσωπό του ήταν πάντα φωτεινό, χαρούμενο, ευπροσήγορο, ακτινοβολούσε.
Στο Νοσοκομείο λίγο πριν παύσει να μιλάει ο αιωνόβιος Γέροντας, απήγγειλε με βαθύτατη κατάνυξη το “Πάτερ ημών…” και απευθυνόμενος στον αδελφό που τον παρέστεκε, πρόσθεσε: “Ο Κύριος να ευλογεί την Αδελφότητά μας, να στηρίζει τους αδελφούς και να στείλει και άλλους αδελφούς εμφορουμένους υπό του πνεύματος του π. Ευσεβίου, διά να συνεχίζει η Αδελφότης μας να επιτελεί απροσκόπτως το ιεραποστολικόν έργον της”¨.
Αυτός ήταν σε πολύ σύντομη σκιαγράφηση ο π. Βασίλειος. Βάδισε μέσα στον κόσμο έναν αιώνα, αλλά τον κόσμο μόλις τον άγγιξε. Διότι αυτός ζούσε στη γη, όμως η καρδιά, ο νους και η ψυχή του ήταν στον ουρανό! Βλέποντάς τον είχες την αίσθηση ότι έχεις μπροστά σου έναν όσιο άνθρωπο. Οι γιατροί της Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας της Θεραπευτικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών “Αλεξάνδρα”, τον νοσήλευσαν με θυσιαστική στορφή, μεγαλύτερη και από τον πατέρα τους. Δίκαια ο λαός του Θεού από την Αθήνα, την Θεσσαλονίκη, τον Βόλο και αλλού πλημμύρισε τον ναό, όπου εψάλη η εξόδιος ακολουθία.
Έλεγε συχνά ο Γέροντας: “Ο Κύριος ερωτά τον καθένα μας: Θέλεις να δοξασθείς με την ιδικήν σου δόξαν ή με την ιδικήν μου δόξαν; Πόσο μεγάλη είναι η δόξα με την οποίαν δοξάζει ο άγιος Θεός τους ιδικούς του ανθρώπους! Την δόξαν του Θεού να ποθήσωμεν”. Ήδη ο πόθος του έγινε πραγματικότητα.
Εύχου, όσιε Γέροντά μας, ο δικός σου άγιος πόθος να γίνει και δικός μας. Να ανοίξει δε και σε μας ο αναστάς Κύριος “την θύραν του ελέους” Του.