Γεννημένος στην Χαραυγή Αχαϊας, ο μικρός Χρήστος ευτύχησε να έχει φτωχούς αλλά ευλαβέστατους γονείς, τον Γεώργιο και τη Ζωΐτσα. Ο Χρήστος ήταν το πρωτότοκο παιδί τους. Έπειτα από αυτόν ακολούθησαν άλλα οκτώ παιδιά. Τα δύο όμως πέθαναν σε παιδική ηλικία και απόμειναν τέσσερις αδελφοί και τρεις αδελφές. Ο επτάριθμος αυτός παιδικός χορός του Γεωργίου και της Ζωΐτσας πήρε αγωγή χριστιανική από τους γονείς του. Ο πατέρας του άλλωστες προερχόταν από λευιτική ρίζα πάππου προς πάππου. Ο Χρήστος είχε την ιδιαίτερη ευτυχία να γνωρισθεί με ευλαβείς εργάτες του Ευαγγελίου και ιδιαίτερα με τον ενθουσιώδη, ταπεινό και ζηλωτή ιεροκήρυκα αρχιμανδρίτη π. Ανδρέα Χαλκιόπουλο. Τον γνώρισε και συνδέθηκε μαζί του, όταν φοιτούσε στις “Βασιλικές Τεχνικές Σχολές” Λέρου, απ’ όπου πήρε το πτυχίο ξυλουργικής.
Το 1952, απόφοιτος πλέον των Σχολών εκείνων και αφού είχε τελειώσει και τη Β΄ τάξη του Γυμνασίου, προσελήφθη στην Αδελφότητα Θεολόγων “Η Ζωή”. Το 1960 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Αδελφότητας Θεολόγων “Ο Σωτήρ”.
Διακονώντας στην Αδελφότητα εργάσθηκε για λίγο στο ξυλουργείο, στο βιβλιοδετείο, στην κουζίνα και στη διεκπεραίωση του περιοδικού “Ο Σωτήρ”. Από το 1961 ως το 1993, έτος κατά το οποίο άρχισε η περιπέτεια της υγείας του, εργάσθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση ως περιοδεύων του Περιοδικού “Ο Σωτήρ”, ως διευθυντής των βιβλιοπωλείων του “Σωτήρος” Πατρών (1970-1975) και Θεσσαλονίκης (1975-1993). Έκανε τακτές εξορμήσεις για τη διάδοση του χριστιανικού εντύπου, επισκεπτόμενος και σχολεία για την κυκλοφορία μεταξύ των παιδιών νεανικών περιοδικών και βιβλίων. Διακόνησε όμως και το έργο των Εκκλησιαστικών Κατηχητικών Σχολείων και των “Χριστιανικών Ομίλων Εργαζομένων Νέων”.
Έχοντας από τον Θεό το χάρισμα της επικοινωνίας συνδεόταν εύκολα με όσους ερχόταν σε κοινωνία και τους οικοδομούσε με το λόγο, το λεπτό του χιούμορ, την απλότητα της ψυχής του. Όλοι θυμούνται τις περιοδείες του στην περιοχή τους, που ήταν πράγματι αποστολικές και ευλογία Θεού, όπως τις χαρακτήριζαν. Αλλά και όσοι περνούσαν από το βιβλιοπωλείο, συναντούσαν έναν άνθρωπο προσηνή, ευγενικό, χαρούμενο, στοργικό, πονετικό και κυρίως πνευματικό. Ανώτερος δικαστικός λειτουργός έλεγε: “Περνούσα συχνά από το βιβλιοπωλείο του ‘Σωτήρος’ και επικοινωνούσα με τον αδελφό Χρήστο. Ο λόγος του με στήριζε στην εργασία μου στη ζωή γενικότερα”.
Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τα προβλήματά του δεν τον άφηνε αδιάφορο. Φιλάδελφος και φιλάνθρωπος, όταν άκουγε για κάποιον που είχε ανάγκη, στεκόταν αμέσως δίπλα του. Τον βοηθούσε, τον στήριζε, τον παρηγορούσε με λόγο χριστιανικό, με προσφορά υλική, με επιστολές, με κάποιο δώρο, με τηλεφωνήματα. Στις επιστολές εσώκλειε φωτοτυπημένα κείμενα από ορθόδοξα βιβλία και περιοδικά πνευματικού περιεχομένου για την εν Χριστώ οικοδομή του παραλήπτη. Όλους τους στήριζε, τους συνέδεε με τα σωστικά Μυστήρια της Εκκλησίας, τους παρακινούσε για γενναίο αγώνα κατά της αμαρτίας, τους άναβε ιεραποστολική φλόγα.
Παράλληλα τους βοηθούσε με την προσευχή του τόσο, ώστε δεν είναι λίγοι εκείνοι που βρήκαν λύση στα προβλήματά τους χάρη στην προσευχή του. Τα μεσάνυχτα ξυπνούσε και επί δίωρο σχεδόν μνημόνευε εκατοντάδες ονόματα Χριστιανών που ζητούσαν την προσευχή του για την αντιμετώπιση των ποικίλων δυσκολιών τους.
Αγαπούσε να μελετά την Αγία Γραφή και ιδιαίτερα τους Ψαλμούς. Φιλακόλουθος καθώς ήταν, χαιρόταν να διαβάζει τον Προοιμιακό στον Εσπερινό και τον Εξάψαλμο στον Όρθρο, που τους διάβαζε με ένα δικό του προσωπικό τόνο. Έψαλλε με την ψυχή του, όταν παρίστατο ανάγκη. Μελετούσε πατερικά βιβλία και κάθε Σάββατο απόγευμα το Κυριακοδρόμιο, προετοιμαζόμενος για την επόμενη ημέρα, την Κυριακή. Όταν συμμετείχε στη Θεία Ευχαριστία, έλαμπε το πρόσωπό του. Κατέφευγε συχνά στο Άγιον Όρος, από όπου έπαιρνε δύναμη για τον πνευματικό του αγώνα.
Πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, του άρεσε όχι μόνο η μελέτη πνευματικών βιβλίων, αλλά και βιβλίων που είχαν ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία της Ελλάδος. Ψυχή λεπτή και καθαρή, όταν βρισκόταν στην εξοχή μελετούσε τα θαυμάσια της Δημιουργίας: τα λουλούδια, τις πεταλούδες, τον ουρανό, τα κακοτράχαλα βουνά με τα πυκνά δάση. Ζήλευε τα πουλιά, το ζύγιασμά τους στον αέρα, το κελάηδημά τους και, δοξολογώντας τον Δημιουργό, ποθούσε να πετά κι αυτός ψηλά, πέρα και μακριά από την αμαρτία.
Τον 17ετή σταυρό της δοκιμασίας του τον σήκωσε αθόρυβα, αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητα, καρτερικά. Ενώ πονούσε, σπάνια έλεγε τη λέξη “πονώ”. Καρπός της δοκιμασίας αυτής, που τη θεωρούσε επίσκεψη της αγάπης του Θεού ήταν και το ότι τον τελευταίο καιρό ζητούσε συγγνώμη γραπτώς και προφορικώς από όσους τυχόν λύπησε με την ανθρώπινη αδυναμία του. Στο κρεβάτι του πόνου την τελευταία εβδομάδα ήταν εμφανής στο πρόσωπό του μια γαλήνη, μια γλυκύτητα. Ήταν φανερά καταβεβλημένος, διατηρούσε όμως τη διανοητική διαύγειά του. Μας αποχαιρετούσε με το βλέμμα του. Και το πρωινό της 8ης Μαΐου 2010 έκλεισε ήσυχος τα μάτια, για να τα ανοίξει στη βασιλεία του Θεού. Τον προπέμψαμε με το “Χριστός ανέστη” και του ζητήσαμε να εύχεται, ουρανοπολίτης πλέον, στο θρόνο της χάριτος για μας τους “περιλειπόμενους”, που βρισκόμαστε ακόμη στον “σάλον των βιοτικών μελημάτων”.