Ήμασταν όλοι εκεί. Καμιά απουσία. “Εκ περάτων” μαζευτήκαμε για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Τελευταίο, όχι τελικό. Μπροστά μας η Ειρήνη Κυρίτση, η υποτακτικός. Κέρινη αλλά μακάρια, με μάτια σφαλιστά αλλά “ψυχή ζώσα”, με χείλη κλειστά, στόμα αμίλητο, χωρίς το γνωστό αδιόρατο χαμόγελο ακόμα και στον πόνο.
Πίσω όμως και πέρα απ’ αυτή την εικόνα που θόλωσε τα μάτια μας, άλλες εικόνες πολλές. Η Ειρήνη Κυρίτση, μεγάλο κομμάτι της ζωής και της καρδιάς μας, μας έμαθε -όσο εμείς μπορούσαμε τότε και μετά να καταλάβουμε- την ευγένεια, την αρχοντιά, τη λεβεντιά, την αγάπη, την οικειότητα του καλού, τη νοσταλγία του ουρανού, τη μυστική ζωή του ανθρώπου που ξέρει καλά το όνομά Του, που κρύβεται, που λειτουργεί αθόρυβα, απαλά μέσα στο χώρο του ζωντανού Θεού, όχι στο δικό του.
Αυτά κρατάμε και άλλα πολλά, αλλά οι λέξεις ανεπαρκείς. Άλλωστε, τόσος μαζεμένος πλούτος που μας χάρισε, πώς από την καρδιά μας, που μπούκωσε απ’ την αγάπη της, να φτάσει στα χείλη;
Με τη βέβαιη ελπίδα της αντάμωσης στη μεγάλη “αυλή” του Ουρανού, εμείς θα σε μνημονεύουμε, θα στολίζουμε για σένα κόλλυβα, κι εσύ θα έρχεσαι σκυφτή με λαχτάρα να πάρεις τη μερίδα σου στην προσκομιδή και θα μεσιτεύεις για μας –τα ‘χεις τα ονόματά μας– στον Κύριο της Δόξης, στη χώρα της αιώνιας μέρας που δεν έχει δειλινό, στη Χώρα των όντως “ζώντων”.
Α.Γ.Μ.