Ο πατήρ Λεωνίδας γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα από γονείς έντιμους. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ιατρός, καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και η μητέρα του, Ελένη από τον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ήταν το μοναχοπαίδι τους. Για τον λόγο αυτό και το περιέβαλλαν με πλήθος στοργής και του παρείχαν τα μέσα πλήρους μορφώσεως. Επειδή η μητέρα του είχε στενούς συγγενείς άτεκνους μεγαλοβιομήχανους στη Θεσσαλονίκη, εκείνοι τον προόριζαν για διάδοχό τους και συνεχιστή των επιχειρήσεών τους. Γι’ αυτό και ο νεαρός Λεωνίδας τον καιρό της Κατοχής γράφτηκε στο Χημικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αλλά και ο λεπτός, ο σεμνός και ευγενής Λεωνίδα, που είχε γνωρίσει τον Κύριο Ιησού στο Ανώτερο Κατηχητικό Σχολείο, μια μέρα δέχθηκε μυστικά την κλήση του: “Λεωνίδα, ἀκολούθει μοι”. Και ο αγνός φοιτητής της Χημείας αμέσως πειθάρχησε στην ουράνια φωνή. Παραμέρισε την τρυφερή αγάπη του προς τον πατέρα του και τη μητέρα του, τις ελκυστικές προτάσεις των θείων του με τους μεγάλους αλευρόμυλους και άσμενος εντάχθηκε στην ιεραποστολική Αδελφότητα που είχε ιδρυτή της τον όσιο πατέρα Ευσέβιο Ματθόπουλο. Από τις περιποιήσεις του πατρικού του οίκου προτίμησε τη λιτή και πτωχή ζωή της ολοκληρωτικής αφιερώσεως στον Χριστό. Τη ζωή της κατά Χριστόν αγαμίας και τελείας ακτημοσύνης και μοναχικής υπακοής. Έτσι το 1945 τον βρίσκουμε οικότροφο στο κοινόβιο της Αδελφότητας Θεολόγων “Η Ζωή” και φοιτητή της θεολογίας. Σύντομα, λόγω της μόρφωσης (ήταν και γλωσσομάθης) και της πηγαίας ευγένειάς του και της ταπεινοφροσύνης του, αρχίζει να διακρίνεται στο νέο περιβάλλον του. Του ανατίθεται η ευθύνη της Γραμματείας των Περιοδικών, αλλά και η ευθύνη της καλλιέργειας των μαθητών Γυμνασίου των χριστιανικών ομάδων. Λίγο αργότερα γίνεται ένας από τους υπεύθυνους του πολυάνθρωπου τότε Φοιτητικού Οικοτροφείου “ο Απόστολος Παύλος” στην Αθήνα. Συγχρόνως αρθρογραφεί στη “Ζωή”, όπου έχει δική του την στήλη των Νέων.
Όταν το 1960 ιδρύθηκε η Αδελφότητα Θεολόγων “Ο Σωτήρ”, τον βρίσκουμε ιδρυτικό μέλος της και μάλιστα και μέλος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου της και έναν από τους υπευθύνους του Οικοτροφείου “ο Μέγας Βασίλειος”. Μετά από ένα έτος του ανατέθηκε η ευθύνη του ιεραποστολικού έργου της Αδελφότητας στην Θεσσαλονίκη. Στην πόλη του Αγίου Δημητρίου ταπεινός και διακριτικός ο Λεωνίδας με την απλότητά του, την ζωντανή πίστη του, την θαυμαστή δραστηριότητά του και την ανυπόκριτη αγάπη του κέρδισε πολλούς για τον Χριστό και την Εκκλησία και μάλιστα νέους και πολύ αγαπήθηκε. Αυτός έστησε τις βάσεις για την πρώτη οργάνωση του παραρτήματος εδώ στη Θεσσαλονίκη, για την αγορά του κεντρικού εντευκτηρίου, για το ιεραποστολικό έργο.
Μετά από δεκατρία συνεχή έτη γόνιμης εργασίας στη Θεσσαλονίκη ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα και έγινε πάλι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αδελφότητας. Το 1976, πιεζόμενος από όλη την Αδελφότητα, εισάγεται στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας μας. Ως κληρικός, παραλλήλως προς τα ιερατικά του καθήκοντα, μοχθεί και για την πνευματική καθοδήγηση και καλλιέργεια των μαθητών των Σχολείων της “Ελληνικής Παιδείας”. Συγχρόνως είναι συντάκτης των περιοδικών “Ο Σωτήρ” και “Προς τη Νίκη”. Αλλά παρουσιάζει και αξιόλογο συγγραφικό έργο, με το οποίο δίνει τη μαρτυρία του για τον Κύριο Ιησού, τον Θεάνθρωπο. Διαβάστηκαν πολύ τα βιβλία του: “Ιησούς Χριστός ως ιστορική προσωπικότητα”, “Τι προσέφερε ο Χριστιανισμός”, “Η αθεΐα στην εποή μας”, “Εκκλησία και Θρησκευτικές Οργανώσεις” και το πολύ εποικοδομητικό αλλά και θεολογικό “Η Υιοθεσία των Χριστιανών”. Μένουν δε κλασικά τα έργα του για τους εφήβους: “Για την άγνωστη χώρα”, “Προσωπογραφία”, “Νεανικά θέματα”, “Το μέλλον σου, νέε μου” και “Ναρκωτικά, ο λευκός θάνατος”. Από το έτος 1991 μέχρι τον θάνατό του το 1995, υπηρέτησε ως προϊστάμενος της Αδελφότητας Θεολόγων “Ο Σωτήρ”.
Το κύριο χαρακτηριστικό του πατρός Λεωνίδα ήταν η γενναιότητα και το ατρόμητο, που πήγαζαν από την ακράδαντη, την ζωντανή και ζέουσα πίστη του. Δεν υποχωρούσε μπροστά στις οποιεσδήποτε δυσκολίες τού παρουσιάζονταν. Γνώριζε να θυσιάζει το δικό του χάριν του κοινού και προπάντων του Χριστού. Όταν παρουσιάσθηκαν σημεία κάμψης της υγείας του και όλοι οι γύρω του ανησυχούσαν, ο ίδιος παρέμενε τελείως απαθής και το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η ανησυχία των άλλων. Αλλά το ουσιαστικότερο: όσοι τον γνώρισαν από κοντά, τα μέλη της Αδελφότητας, τα πνευματικά του τέκνα είδαν στο πρόσωπό του ενσαρκωμένο την εν Χριστώ αγάπη, η οποία, ενώ προσπαθούσε να κρύβεται, πλημμύριζε και ξεχυνόταν και κατακτούσε τις ψυχές και τις οδηγούσε προς την πηγή της αγάπης, τον Κύριο Ιησού Χριστό.